- σελλίσκη
- και σελίσκη, η, Ν [σέλ(λ)α]1. τμήμα τής σαγής σε σχήμα μικρής σέλας που χρησιμεύει για την συγκράτηση τής σαγής, τών ηνίων και τής ιππουρίδας πάνω στην ράχη τού υποζυγίου και το οποίο φέρει τις πεταλοθήκες2. στρ. μικρή σέλα που τοποθετούσαν στην ράχη τών υποζυγίων για την έλξη τών πυροβόλων πεδινού πυροβολικού.
Dictionary of Greek. 2013.